- φυταλιά
- και επικ. και ιων. τ. φυταλιή, ἡ, Α1. τόπος με δέντρα ή τόπος φυτεμένος με αμπέλια, σε αντιδιαστολή, κυρίως, προς τη σπαρμένη γη2. φυτό3. (ειδικά) α) η ελιάβ) η άμπελος4. χρόνος κατάλληλος για καλλιέργεια φυτών, το δεύτερο ήμισυ τού χειμώνα5. η ενέργεια τού φυτεύω, φύτευμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φυταλιά συνδέεται μορφολογικά με το επίθ. φυτάλιος και το ανδρών. Φύταλος, αλλά δυσερμήνευτος παραμένει ο ακριβής τρόπος σχηματισμού τών τ. Κατά μία άποψη, η λ. φυταλιά έχει σχηματιστεί από το θ. φῠ- τού φύω* με επίθημα -ταλ-ια, το οποίο ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *-tl- τής ΙΕ κατάλ. *-tel- (η οποία απαντά στην ελλ. με τη μορφή *-ter- [βλ. λ. -τήρ], με εναλλαγή τών υγρών -l- / -r-). Κατ' άλλους, η λ. έχει προέλθει από το ουσ. φυτόν, με παρέκταση -αλ-και κατάλ. -ια. Πρόκειται για αρχαιότατη λ., που απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. pi-tarija)].
Dictionary of Greek. 2013.